- ανωμαλης
- ἀνωμαλής2Arst. = ἀνώμαλος См. ανωμαλος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανωμαλής — ἀνωμαλής ( οῡς), ές (Α) ανώμαλος* … Dictionary of Greek
ἀνωμαλής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλῆ — ἀνωμαλής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνωμαλής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνωμαλής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλέστερον — ἀνωμαλής adverbial comp ἀνωμαλής masc acc comp sg ἀνωμαλής neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλές — ἀνωμαλής masc/fem voc sg ἀνωμαλής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλοῦς — ἀνωμαλής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλῶς — ἀνωμαλής adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλεῖ — ἀνωμαλέω suffer ups and downs of fortune pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνωμαλέω suffer ups and downs of fortune pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνωμαλής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνωμαλής … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλεῖς — ἀνωμαλέω suffer ups and downs of fortune pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνωμαλής masc/fem acc pl ἀνωμαλής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek